κυκνάριον

κυκνάριον
κυκνάριον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυκνάριον — κυκνάριον, τὸ (Α) είδος κολλυρίου ή αλοιφής για τη θεραπεία τής φλόγωσης τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. κυν άριον, παιδ άριον). Το φάρμακο ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω τού χρώματός του] …   Dictionary of Greek

  • κυκναρίου — κυκνάριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκναρίων — κυκνάριον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκναρίῳ — κυκνάριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκνάρια — κυκνάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνος — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 249 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 22 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Βρίσκεται ανάμεσα στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”